- εμβολιαστής
- ο1) тот, кто делает прививки; 2) садовник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβολιαστής — και μπολιαοτής, ο 1. γιατρός ή υγειονομικός υπάλληλος που κάνει τον εμβολιασμό 2. ειδικός στον εμβολιασμό τών δέντρων … Dictionary of Greek